σιάζω

σιάζω
και σάζω ΝΜ, και σιάχνω Ν
(μτβ.) καθιστώ κάτι ίσο, ευθύ, ομαλό ή επίπεδο, ευθειάζω, ισιώνω
νεοελλ.
1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση ή τό επαναφέρω στην αρχική καλή του κατάσταση, τακτοποιώ, διευθετώ, συγυρίζω («σιάξε το μαντίλι σου»)
2. επισκευάζω, διορθώνω («σιάξε μου τη βρύση»)
3. (γενικά) κάνω («σιάξε μου έναν καφέ»)
4. (αμτβ.) α) καθίσταμαι ευθύς, γίνομαι ίσος
β) (για κατάσταση) διορθώνομαι, εξομαλύνομαι («από τότε που γύρισε σπίτι του, έσιαξαν τα πράγματα»)
γ) (σχετικά με κατάσταση υγείας) αναρρώνω, δυναμώνω («έσιαξε το παιδί από τότε που πήγε στην εξοχή»)
δ) (για καιρικές συνθήκες) βελτιώνομαι, καλυτερεύω («περιμένω να σιάξει λίγο ο καιρός για να πάω εκδρομή»)
5. φρ. α) «θα σέ σιάξω»
μτφ. (ως απειλή) θα σέ συνετίσω, θα σέ κάνω να φέρεσαι καλύτερα
β) «τά σιάξανε»
i) (για άτομα που έχουν φιλονικήσει) συμφιλιώθηκαν, αποκατέστησαν τις σχέσεις τους
ii) (για άνδρα και γυναίκα) δημιούργησαν δεσμό, δημιούργησαν σχέσεις
iii) (για γονείς ή για συγγενείς) συμφώνησαν γάμο, έδωσαν τη συναίνεσή τους για γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ισάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιάζω — και σάζω και σιάχνω έσιαξα, σιάχτηκα, σιαγμένος 1. ευθυγραμμίζω, ισιώνω: Σιάξε τις γραμμές. 2. τακτοποιώ: Οι στρατιώτες μόλις σηκωθούν το πρωί σιάζουντα κρεβάτια τους. 3. διορθώνω, επισκευάζω: Θα το σιάξουμε φέτος το σπίτι. 4. αμτβ., διορθώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιάζω — σιάζω, έσιαξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. σιάχνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποσιάζω — [σιάζω] 1. αποκαθιστώ στη σωστή θέση, τακτοποιώ 2. ( ομαι) περιποιούμαι τον εαυτό μου, στολίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ισάζω — και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση τού ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση τού προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ισιάζω — και ισάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και ἰσιάζω ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω, σάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ισάζω] …   Dictionary of Greek

  • σιάξιμο — και σάξιμο και σιάσιμο, το, Ν [σιάζω / σιάχνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιάζω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε ευθεία γραμμή, ευθειασμός 2. συνεκδ. α) η τοποθέτηση ενός πράγματος στη σωστή του θέση, τακτοποίηση, διευθέτηση β) η… …   Dictionary of Greek

  • Διονυσιάζω — Διονῡσιάζω , Διονυσιάζω keep the Dionysia pres subj act 1st sg Διονῡσιάζω , Διονυσιάζω keep the Dionysia pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδισιάζω — ἀφροδῑσιάζω , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse pres subj act 1st sg ἀφροδῑσιάζω , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυσιάζω — ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres subj act 1st sg ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”